- κομματίας
- κομμ-ᾰτίας, ου, ὁ, (A
κόμμα 11.3
) one who speaks in short clauses, Philostr.VS2.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόμμα 11.3
) one who speaks in short clauses, Philostr.VS2.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κομματίας — κομματίας, ὁ (Α) αυτός που μεταχειρίζεται μικρές προτάσεις κατά την ομιλία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμα, ατος «μικρό μέρος περιόδου, κώλον» + επίθημα ίας (πρβλ. δογματ ίας, τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
κομματίας — κομματίᾱς , κομματίας one who speaks in short clauses masc acc pl κομματίᾱς , κομματίας one who speaks in short clauses masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομματίου — κομμάτιον small logs neut gen sg κομματίας one who speaks in short clauses masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)